- ἧλος
- -ου + ὁ N 2 0-5-2-1-0=8 Jos 23,13; 1 Kgs 7,36(50); 2 Kgs 12,14; 1 Chr 22,3; 2 Chr 3,9nail
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ἦλος — barren spot masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἧλος — nail head masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί … Dictionary of Greek
ήλος — (I) (AM ἧλος Α και δωρ. τ. άλος) 1. μακρόστενο κυλινδρικό κομμάτι συνήθως από σκληρό μέταλλο, τού οποίου η μια άκρη καταλήγει σε αιχμή ενώ η άλλη είναι διαμορφωμένη σε σχήμα ημισφαιρικής ή κολουροκωνικής κεφαλής, ώστε να χρησιμοποιείται για τη… … Dictionary of Greek
ἥλοις — ἧλος nail head masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥλοισι — ἧλος nail head masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥλοισιν — ἧλος nail head masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥλους — ἧλος nail head masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥλῳ — ἧλος nail head masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἦλε — ἦλος barren spot masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἦλοι — ἦλος barren spot masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)